ῥηγματίας: Difference between revisions

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ῥωγματίας]] και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥηγματίας]] πλεύμονος»<br /><b>πιθ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλευρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥήγμα</i>, -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κτηματ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[παράλληλος]] τ. [[ῥωγματίας]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥωγμή]].
|mltxt=και [[ῥωγματίας]] και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥηγματίας]] πλεύμονος»<br /><b>πιθ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλευρίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥήγμα</i>, -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κτηματίας]]). Ο [[παράλληλος]] τ. [[ῥωγματίας]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥωγμή]].
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγματίας Medium diacritics: ῥηγματίας Low diacritics: ρηγματίας Capitals: ΡΗΓΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: rhēgmatías Transliteration B: rhēgmatias Transliteration C: rigmatias Beta Code: r(hgmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, v. ῥῆγμα.

German (Pape)

[Seite 839] ὁ, Einer, der einen Riß oder Absceß in der Lunge oder sonst im Innern hat, Medic.

Greek Monolingual

και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α
1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»
2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος»
πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας < ῥωγμή.