διχῇ: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dixh=| | |Beta Code=dixh=| | ||
|Definition=Adv. = [[δίχα]], [[in two]], [[asunder]], A. ''Supp.'' 544 (lyr.), Pl. ''Ti.'' 620, etc.<br><b class="num"></b>[[in two ways]], δ. [[ἐπονομασθῆναι]] Id. ''R.'' 445d; [[δεῖ]] δ. τὴν [[βοήθειαν]] [[εἶναι]] D. 1.18. | |Definition=Adv. = [[δίχα]], [[in two]], [[asunder]], A. ''Supp.'' 544 (lyr.), Pl. ''Ti.'' 620, etc.<br><b class="num"></b>[[in two ways]], δ. [[ἐπονομασθῆναι]] Id. ''R.'' 445d; [[δεῖ]] δ. τὴν [[βοήθειαν]] [[εἶναι]] D. 1.18. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en deux;<br /><b>2</b> doublement.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]] | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> [[en deux]];<br /><b>2</b> [[doublement]].<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐχῇ:''' επίρρ. [[δίχα]]·<br /><b class="num">1.</b> στα [[δύο]], [[χωριστά]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δύο]] τρόπους, στον ίδ., σε Δημ. | |lsmtext='''δῐχῇ:''' επίρρ. [[δίχα]]·<br /><b class="num">1.</b> στα [[δύο]], [[χωριστά]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[δύο]] τρόπους, στον ίδ., σε Δημ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== δίχα; διατέμνειν Aesch. <i>Suppl</i>. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. <i>Phil</i>. 23c, <i>Crat</i>. 396a, und [[öfter]]; auch Sp; – <i>[[doppelt]]</i>, Plat. <i>Rep</i>. IV.445d; Dem. 1.18. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
Adv. = δίχα, in two, asunder, A. Supp. 544 (lyr.), Pl. Ti. 620, etc.
in two ways, δ. ἐπονομασθῆναι Id. R. 445d; δεῖ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D. 1.18.
Spanish (DGE)
(δῐχῇ) • Alolema(s): διχεῖ Maier, GMBI 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.VC 13, Plu.2.442a, Aristid.Or.37.13
adv.
1 en dos partes διχῇ δ' ἀντίπορον γαῖαν A.Supp.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.Oss.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.Ti.62c, ποδῶν ἕκαστος ... δ. διῄρηται Arist.HA 503a23, cf. Thphr.HP 6.6.2, D.S.19.4, I.BI 5.356, Plu.Crass.21, Aristid.Or.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, ἔνθα δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.AI 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.AI 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, (διατείχισμα) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.
2 de dos maneras ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.R.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.Lg.720e, δεῖ δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.Or.37.13.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en deux;
2 doublement.
Étymologie: δίχα.
Greek Monotonic
δῐχῇ: επίρρ. δίχα·
1. στα δύο, χωριστά, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. με δύο τρόπους, στον ίδ., σε Δημ.
German (Pape)
= δίχα; διατέμνειν Aesch. Suppl. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. Phil. 23c, Crat. 396a, und öfter; auch Sp; – doppelt, Plat. Rep. IV.445d; Dem. 1.18.