δειλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "]]g" to "]] g")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[quedarse pasmado]]glos. a κατατεθήπειν Hsch.
|dgtxt=[[quedarse pasmado]] glos. a κατατεθήπειν Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[δειλιάζω]])<br />κατέχομαι από φόβο για [[κάτι]], [[διστάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να δειλιάσει («[[τίποτε]] δεν με δειλιάζει»)<br /><b>2.</b> [[αποκάμνω]], κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται [[ακόμη]] δειλιασμένα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εδειλίασα</i>, αόρ. του αρχ. [[δειλιώ]]].
|mltxt=(Μ [[δειλιάζω]])<br />κατέχομαι από φόβο για [[κάτι]], [[διστάζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να δειλιάσει («[[τίποτε]] δεν με δειλιάζει»)<br /><b>2.</b> [[αποκάμνω]], κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται [[ακόμη]] δειλιασμένα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εδειλίασα</i>, αόρ. του αρχ. [[δειλιώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 18 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλιάζω Medium diacritics: δειλιάζω Low diacritics: δειλιάζω Capitals: ΔΕΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: deiliázō Transliteration B: deiliazō Transliteration C: deiliazo Beta Code: deilia/zw

English (LSJ)

to be cowardly, cj. in Ancr. 85 P., λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H.

Spanish (DGE)

quedarse pasmado glos. a κατατεθήπειν Hsch.

Greek Monolingual

δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].