κυδέστερος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1524.png Seite 1524]] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδέστερος:''' [compar. к [[κυδρός]] более славный (ἐλπίδες Polyb. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἐπικυδέστερος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />πιο [[ένδοξος]], πιο φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. [[κυδρός]], σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έστερος</i>].
|mltxt=[[κυδέστερος]], -έρα, -ον (Α)<br />πιο [[ένδοξος]], πιο φημισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. [[κυδρός]], σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έστερος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡδέστερος:''' [compar. к [[κυδρός]] более славный (ἐλπίδες Polyb. - v. l. к [[ἐπικυδέστερος]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυδέστερος Medium diacritics: κυδέστερος Low diacritics: κυδέστερος Capitals: ΚΥΔΕΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kydésteros Transliteration B: kydesteros Transliteration C: kydesteros Beta Code: kude/steros

English (LSJ)

irreg. Comp. of κυδρός.

German (Pape)

[Seite 1524] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.

Russian (Dvoretsky)

κῡδέστερος: [compar. к κυδρός более славный (ἐλπίδες Polyb. - v.l. к ἐπικυδέστερος).

Greek (Liddell-Scott)

κῡδέστερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ κυδρός.

Greek Monolingual

κυδέστερος, -έρα, -ον (Α)
πιο ένδοξος, πιο φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος + κατάλ. -έστερος].