γοῦνα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=goyna
|Transliteration C=goyna
|Beta Code=gou=na
|Beta Code=gou=na
|Definition=γούνων, poet. pl. of <b class="b3">γόνυ</b> (q. v.).
|Definition=γούνων, ''poet.'' pl. of [[γόνυ]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[γόνυ]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] = [[γούνατα]], poet., s. [[γόνυ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>nom.-acc. plur. de</i> [[γόνυ]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γοῦνα]] -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie [[γόνυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''γοῦνα:''' [[γούνων]] эп. pl. к [[γόνυ]].
}}
{{ls
|lstext='''γοῦνα''': γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[γούνα]])<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου κατεργασμένο [[χωρίς]] ν' αφαιρεθεί το [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> [[πανωφόρι]] από [[γούνα]] ή με γούνινη [[επένδυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[είναι]] της γούνας μου [[μανίκι]]» — δεν έχει [[καμμία]] [[συγγένεια]] [[μαζί]] μου<br /><b>2.</b> «έχω ράμματα για τη [[γούνα]] σου» — έχω τη [[δύναμη]] και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. <span style="color: red;"><</span> (μσν. λατ.) <i>gunna</i> (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> <b>(σλαβ.)</b> <i>guna</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοῦνα:''' [[γούνων]], ποιητ. πληθ. του [[γόνυ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοῦνα Medium diacritics: γοῦνα Low diacritics: γούνα Capitals: ΓΟΥΝΑ
Transliteration A: goûna Transliteration B: gouna Transliteration C: goyna Beta Code: gou=na

English (LSJ)

γούνων, poet. pl. of γόνυ (q.v.).

Spanish (DGE)

v. γόνυ.

German (Pape)

[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.

French (Bailly abrégé)

nom.-acc. plur. de γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοῦνα -ων, τά, ep. plur., dat. γούνεσσι, zie γόνυ.

Russian (Dvoretsky)

γοῦνα: γούνων эп. pl. к γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].

Greek Monotonic

γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.