θερμάστρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thermastra
|Transliteration C=thermastra
|Beta Code=qerma/stra
|Beta Code=qerma/stra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oven]], [[furnace]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>144</span> (<b class="b3">-αυστραι</b> codd.), <span class="bibl">Euph. 51.8</span> (pl.), Hsch. (nom. pl. proparox. cod. Hsch., codd. Call. vary in accent):—Adv. [[θερμαστρῆθεν]], [[from the furnace]], Hsch. ([[θερμαστῆθεν]] cod.).</span>
|Definition=ἡ, [[oven]], [[furnace]], Call.''Del.''144 (-αυστραι codd.), Euph. 51.8 (pl.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (nom. pl. proparox. cod. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], codd. Call. vary in accent):—Adv. [[θερμαστρῆθεν]], [[from the furnace]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[θερμαστῆθεν]] cod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θερμάστρα]]<br />Α και [[θερμαύστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, [[σόμπα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηλεκτρική [[θερμάστρα]]» — θερμαντικό [[σώμα]] στο οποίο η [[θερμότητα]] παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίβανος]], [[κάμινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]].
|mltxt=η (ΑΜ [[θερμάστρα]]<br />Α και [[θερμαύστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, [[σόμπα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηλεκτρική [[θερμάστρα]]» — θερμαντικό [[σώμα]] στο οποίο η [[θερμότητα]] παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίβανος]], [[κάμινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Schmiedeofen]]</i>, Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμάστρα Medium diacritics: θερμάστρα Low diacritics: θερμάστρα Capitals: ΘΕΡΜΑΣΤΡΑ
Transliteration A: thermástra Transliteration B: thermastra Transliteration C: thermastra Beta Code: qerma/stra

English (LSJ)

ἡ, oven, furnace, Call.Del.144 (-αυστραι codd.), Euph. 51.8 (pl.), Hsch. (nom. pl. proparox. cod. Hsch., codd. Call. vary in accent):—Adv. θερμαστρῆθεν, from the furnace, Hsch. (θερμαστῆθεν cod.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμάστρα: ἢ -αύστρα, ἡ, κλίβανος, κάμινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144, Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. θερμαστρῆθεν, ἐκ τῆς καμίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θερμάστρα
Α και θερμαύστρα)
νεοελλ.
1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα
2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» — θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις
αρχ.
κλίβανος, κάμινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμάζω ή < θερμαίνω.

German (Pape)

ἡ, Schmiedeofen, Hesych.