πολιανόμος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άρχοντας]] της πόλης ο [[οποίος]] είχε αστυνομικά καθήκοντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αστυ</i>-[[νόμος]]. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολια</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πολίτης]] / <i>πολιᾱτας</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[άρχοντας]] της πόλης ο [[οποίος]] είχε αστυνομικά καθήκοντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. [[αστυνόμος]]. Για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολια</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πολίτης]] / <i>πολιᾱτας</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐᾱνόμος Medium diacritics: πολιανόμος Low diacritics: πολιανόμος Capitals: ΠΟΛΙΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: polianómos Transliteration B: polianomos Transliteration C: polianomos Beta Code: poliano/mos

English (LSJ)

ὁ, (πόλις, νέμω)
A a civic magistrate, Tab.Heracl.1.95 (pl.), Documenti Ant. dell' Africa Italiana 2.127 (Cyrenaica, pl.).
2 = Lat. aedilis, D.C.43.28,48.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.

Greek (Liddell-Scott)

πολιᾱνόμος: ὁ, (πόλις, νέμω) ἀστικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς μετάφρασις τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άρχοντας της πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, -ιος + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυνόμος. Για τη μορφή του α' συνθετικού πολια- βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας].