μεταμφιέζω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μεταμφιέζω]] και [[μεταμφιάζω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] το [[ένδυμα]] κάποιου, [[ντύνω]] κάποιον με [[άλλο]] [[ένδυμα]] («μεταμφιέσασα τὸν μὲν | |mltxt=(ΑΜ [[μεταμφιέζω]] και [[μεταμφιάζω]])<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] το [[ένδυμα]] κάποιου, [[ντύνω]] κάποιον με [[άλλο]] [[ένδυμα]] («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῖσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῖν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> μεταμορφώνομαι, [[αλλάζω]] τη [[μορφή]] μου με [[άλλη]] («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν [[τίνα]] μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] την [[αμφίεση]] κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμφιέζομαι</i><br />μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι<br /><b>3.</b> (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο μεταμφιεσμένος</i>, <i>η μεταμφιεσμένη</i><br />[[προσωπιδοφόρος]], [[μασκαράς]] της Αποκριάς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με το [[ένδυμα]] του [[μοναχού]] και του [[αλλάζω]] το κοσμικό όνομα<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] χαρακτήρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμφιάζω]] και [[ἀμφιέζω]] «[[ντύνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταμφιέζω:''' Plut., Luc. = [[μεταμφιάζω]]. | |elrutext='''μεταμφιέζω:''' Plut., Luc. = [[μεταμφιάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:42, 6 February 2024
English (LSJ)
later for μεταμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
c. μεταμφιάζομαι.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)
1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῖσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῖν», Λουκιαν.)
2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί
2. μέσ. μεταμφιέζομαι
μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένη
προσωπιδοφόρος, μασκαράς της Αποκριάς
μσν.
1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα του μοναχού και του αλλάζω το κοσμικό όνομα
2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρα
αρχ.
μτφ. μεταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].
Russian (Dvoretsky)
μεταμφιέζω: Plut., Luc. = μεταμφιάζω.