υπορρέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα ὑπορρεῑ πρὸς τὰ ἤθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[προχωρώ]] ανεπαίσθητα<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρέρχομαι]], [[χάνομαι]] («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[προσέρχομαι]] [[απαρατήρητος]] [[κάπου]]<br />ii) συγκεντρώνομαι [[σιγά]] [[σιγά]] [[κάπου]].
|mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[προχωρώ]] ανεπαίσθητα<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρέρχομαι]], [[χάνομαι]] («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[προσέρχομαι]] [[απαρατήρητος]] [[κάπου]]<br />ii) συγκεντρώνομαι [[σιγά]] [[σιγά]] [[κάπου]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὑπορρέω ΝΜΑ ῥέω
ρέω από κάτω
αρχ.
1. εκρέω λίγο
2. διαρρέω
3. μεταπίπτω
4. πέφτω σιγά σιγά («παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.)
5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτόςπαρανομία ἠρεμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη», Πλάτ.)
β) προχωρώ ανεπαίσθητα
γ) (κατ' επέκτ.) παρέρχομαι, χάνομαι («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», Αριστοφ.)
δ) (για πρόσ.) i) προσέρχομαι απαρατήρητος κάπου
ii) συγκεντρώνομαι σιγά σιγά κάπου.