προσφωνώ: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προσφωνῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[απευθύνω]] σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, [[κάνω]] [[προσφώνηση]], [[προσαγορεύω]] (α. «τον πρόεδρο της Δημοκρατίας προσφώνησε ο [[δήμαρχος]]» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του («Ἀλέξανδρον θέλεις ὀνόματι προσφωνεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαιρετίζω]] κάποιον ως... («προσκυνησάντων αὐτὸν καὶ προσφωνησάντων [[βασιλέα]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λέγω]] («οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[σύγγραμμα]] («τὰς αὑτοῦ πράξεις ἀναγράφων ἐκείνῳ προσεφώνησεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] οδηγίες ή διαταγές<br /><b>6.</b> [[ειδοποιώ]], [[γνωστοποιώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>φωνῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=προσφωνῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[απευθύνω]] σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, [[κάνω]] [[προσφώνηση]], [[προσαγορεύω]] (α. «τον πρόεδρο της Δημοκρατίας προσφώνησε ο [[δήμαρχος]]» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του («Ἀλέξανδρον θέλεις ὀνόματι προσφωνεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαιρετίζω]] κάποιον ως... («προσκυνησάντων αὐτὸν καὶ προσφωνησάντων [[βασιλέα]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λέγω]] («οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφιερώνω]] σε κάποιον [[σύγγραμμα]] («τὰς αὑτοῦ πράξεις ἀναγράφων ἐκείνῳ προσεφώνησεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] οδηγίες ή διαταγές<br /><b>6.</b> [[ειδοποιώ]], [[γνωστοποιώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>φωνῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 27 March 2021

Greek Monolingual

προσφωνῶ, -έω, ΝΜΑ
απευθύνω σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, κάνω προσφώνηση, προσαγορεύω (α. «τον πρόεδρο της Δημοκρατίας προσφώνησε ο δήμαρχος» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ)
αρχ.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του («Ἀλέξανδρον θέλεις ὀνόματι προσφωνεῖν», Ευρ.)
2. χαιρετίζω κάποιον ως... («προσκυνησάντων αὐτὸν καὶ προσφωνησάντων βασιλέα», Πολ.)
3. λέγω («οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν», Σοφ.)
4. αφιερώνω σε κάποιον σύγγραμμα («τὰς αὑτοῦ πράξεις ἀναγράφων ἐκείνῳ προσεφώνησεν», Πλούτ.)
5. δίνω οδηγίες ή διαταγές
6. ειδοποιώ, γνωστοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνῶ (< φωνή)].