σταίς: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῑς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῑσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]].
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῖς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῖσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.
|elnltext=σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 928] od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.

French (Bailly abrégé)

c. σταῖς.

Greek Monolingual

και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῦ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῖς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτών πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῖς τοῖσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- του ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του συνωνύμου στέαρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίς of σταῖς σταιτός, τό deeg van tarwemeel.