σκαφητός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[σκαφή]], [[σκάψιμο]] («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῦ καὶ | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[σκαφή]], [[σκάψιμο]] («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῦ καὶ γυναῖκας ἐπί σκαφητόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητός</i>, αναλογικά [[προς]] τα: <i>ἀλο</i>-<i>ητός</i>, <i>γεωργ</i>-<i>ητός</i>, <i>τρυγ</i>-<i>ητός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
English (LSJ)
ὁ,
A = σκαφετός, σκάπετος, hoeing or digging, Thphr.CP3.16.2, SIG963.10 (Amorgos, iv B.C.), PMich.Zen.62.8 (iii B.C.), Str.3.4.17.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, = σκαφετός, σκάπετος, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφητός: ὁ, σκαφετός, σκάπετος τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῦ καὶ γυναῖκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο-ητός, γεωργ-ητός, τρυγ-ητός].