πολλαπλούς: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - " , " to ", ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ούν / πολλαπλοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και [[πολλαπλός]], -ή, -ό, Ν, [[πολλαπλόος]], -όη, -όον, Α<br />αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από [[πολλά]], [[πολυμερής]], [[πολυσύνθετος]] («πολλαπλά αντίγραφα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολλαπλή ηχώ»<br /><b>(ακουστ.)</b> ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές<br />β) «πολλαπλή [[μεταβίβαση]]»<br /><b>(επικοιν.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την [[πραγματοποίηση]] πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών<br />γ) «πολλαπλή [[καλλιέργεια]]» — η διαδοχική [[ανάπτυξη]] δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας [[μετά]] την [[άλλη]], στον ίδιο αγρό [[μέσα]] σε ένα [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], αυτός που δεν [[είναι]] [[ευθύς]] και [[απλός]] («οὐκ ἔστι διπλοῡς ἀνὴρ παρ' ἡμῑν οὐδὲ πολλαπλοῡς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλαπλοῦν [[ὄνομα]]» — πολυσύνθετο όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλώς]] / [[πολλαπλῶς]] ΝΜ<br />με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[πολλά]]- του [[πολύς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλος]]].
|mltxt=-ή, -ούν / πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και [[πολλαπλός]], -ή, -ό, Ν, [[πολλαπλόος]], -όη, -όον, Α<br />αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από [[πολλά]], [[πολυμερής]], [[πολυσύνθετος]] («πολλαπλά αντίγραφα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολλαπλή ηχώ»<br /><b>(ακουστ.)</b> ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές<br />β) «πολλαπλή [[μεταβίβαση]]»<br /><b>(επικοιν.)</b> η [[χρησιμοποίηση]] κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την [[πραγματοποίηση]] πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών<br />γ) «πολλαπλή [[καλλιέργεια]]» — η διαδοχική [[ανάπτυξη]] δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας [[μετά]] την [[άλλη]], στον ίδιο αγρό [[μέσα]] σε ένα [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[δόλιος]], αυτός που δεν [[είναι]] [[ευθύς]] και [[απλός]] («οὐκ ἔστι διπλοῦς ἀνὴρ παρ' ἡμῖν οὐδὲ πολλαπλοῦς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολλαπλοῦν [[ὄνομα]]» — πολυσύνθετο όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολλαπλώς]] / [[πολλαπλῶς]] ΝΜ<br />με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[πολλά]]- του [[πολύς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ούν / πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, -ή, -ό, Ν, πολλαπλόος, -όη, -όον, Α
αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα»)
νεοελλ.
φρ. α) «πολλαπλή ηχώ»
(ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές
β) «πολλαπλή μεταβίβαση»
(επικοιν.) η χρησιμοποίηση κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την πραγματοποίηση πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών
γ) «πολλαπλή καλλιέργεια» — η διαδοχική ανάπτυξη δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας μετά την άλλη, στον ίδιο αγρό μέσα σε ένα έτος
αρχ.
1. (για ανθρώπους) δόλιος, αυτός που δεν είναι ευθύς και απλός («οὐκ ἔστι διπλοῦς ἀνὴρ παρ' ἡμῖν οὐδὲ πολλαπλοῦς», Πλάτ.)
2. φρ. «πολλαπλοῦν ὄνομα» — πολυσύνθετο όνομα.
επίρρ...
πολλαπλώς / πολλαπλῶς ΝΜ
με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλά- του πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλος].