ἑνοποιός: Difference between revisions
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enopoios | |Transliteration C=enopoios | ||
|Beta Code=e(nopoio/s | |Beta Code=e(nopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=ἑνοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[combine|combining]] in [[one]], [[unite|uniting]], [[λόγος]] Arist.Metaph.1045b17, cf. Porph.Intr.6.23.<br><span class="bld">II</span> [[creating unity]], Procl.Inst.13, Dam.Pr.33, cf. 298. Adv. [[ἑνοποιῶς]] Ascl. in Metaph.439.25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br />fil.<br /><b class="num">1</b> [[unificador]], [[que tiene capacidad de combinar muchas cosas en una sola]], [[que crea unidad]] δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν buscan un argumento que unifique potencia y acto</i> Arist.<i>Metaph</i>.1045<sup>b</sup>17, τὸ ἀγαθόν Procl.<i>Inst</i>.13, op. [[διαιρετικός]] Porph.<i>Intr</i>.6.23, como propiedad de la unidad ἴδιον γὰρ αὐτοῦ τὸ ἑνοποιόν Dam.<i>Pr</i>.33 (p.95), ἡ ἑ. αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) [[δύναμις]] la facultad de ésta (el alma) de mantener la unidad</i>, e.e., de ser simple a pesar de ser muchas cosas, Ascl.<i>in Metaph</i>.439.24, cf. Dion.Ar.<i>CH</i> 1.1, ἡ δὲ φιλία ... ἑ. ἐστί Olymp.<i>in Grg</i>.35.12, τοῦ αἰῶνος (ἰδιότης), ἡ ἑ. Dam.<i>in Prm</i>.298.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἑνοποιῶς]] = [[unitariamente]] [[ἑνοποιῶς]] καὶ [[οὐσιωδῶς]] Ascl.<i>in Metaph</i>.439.25. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] vereinigend, zu Eins machend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] vereinigend, zu Eins machend, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑνοποιός:''' [[объединяющий]], [[сводящий воедино]] ([[λόγος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑνοποιός''': -όν, ὁ, συνενῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 9, Πορφ. Εἰσαγ. 2. | |lstext='''ἑνοποιός''': -όν, ὁ, συνενῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 9, Πορφ. Εἰσαγ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (AM [[ἑνοποιός]], -όν)<br />αυτός που ενώνει ή συνδέει [[χωριστά]] αντικείμενα<br />(«δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε [[ενότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /> | |mltxt=-ό (AM [[ἑνοποιός]], -όν)<br />αυτός που ενώνει ή συνδέει [[χωριστά]] αντικείμενα<br />(«δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε [[ενότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἑνοποιῶς]]<br />[[κατά]] τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑνοποιόν,
A combining in one, uniting, λόγος Arist.Metaph.1045b17, cf. Porph.Intr.6.23.
II creating unity, Procl.Inst.13, Dam.Pr.33, cf. 298. Adv. ἑνοποιῶς Ascl. in Metaph.439.25.
Spanish (DGE)
-όν
fil.
1 unificador, que tiene capacidad de combinar muchas cosas en una sola, que crea unidad δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν buscan un argumento que unifique potencia y acto Arist.Metaph.1045b17, τὸ ἀγαθόν Procl.Inst.13, op. διαιρετικός Porph.Intr.6.23, como propiedad de la unidad ἴδιον γὰρ αὐτοῦ τὸ ἑνοποιόν Dam.Pr.33 (p.95), ἡ ἑ. αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) δύναμις la facultad de ésta (el alma) de mantener la unidad, e.e., de ser simple a pesar de ser muchas cosas, Ascl.in Metaph.439.24, cf. Dion.Ar.CH 1.1, ἡ δὲ φιλία ... ἑ. ἐστί Olymp.in Grg.35.12, τοῦ αἰῶνος (ἰδιότης), ἡ ἑ. Dam.in Prm.298.
2 adv. ἑνοποιῶς = unitariamente ἑνοποιῶς καὶ οὐσιωδῶς Ascl.in Metaph.439.25.
German (Pape)
[Seite 849] vereinigend, zu Eins machend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἑνοποιός: объединяющий, сводящий воедино (λόγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑνοποιός: -όν, ὁ, συνενῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 6, 9, Πορφ. Εἰσαγ. 2.
Greek Monolingual
-ό (AM ἑνοποιός, -όν)
αυτός που ενώνει ή συνδέει χωριστά αντικείμενα
(«δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας ζητοῦσι λόγον ἑνοποιόν», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που δημιουργεί ή δημιούργησε ενότητα.
επίρρ...
ἑνοποιῶς
κατά τρόπο ενοποιό, που δημιουργεί ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ποιος < ποιώ].