ἀμφιμήτριος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfimitrios | |Transliteration C=amfimitrios | ||
|Beta Code=a)mfimh/trios | |Beta Code=a)mfimh/trios | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφιμήτριον, ([[μήτρα]])<br><span class="bld">A</span> [[round the womb]], [[concerning the womb]], σημεῖον Hp.''Epid.''7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.).<br><span class="bld">2</span> [[ἀμφιμήτρια]], τά, [[ship's bilge]], = [[ἐγκοίλιος|ἐγκοίλια]], Artem.4.30, Poll.1.87.<br><span class="bld">II</span> ([[μήτηρ]]) [[by different mother]], Lyc.19. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la matriz]] σημεῖον Gal.19.78, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[de diferente madre]] κάσις Lyc.19.<br /><b class="num">3</b> mar. subst. [[sentina]] Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19. | |lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτρα]]<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τη [[μήτρα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτηρ]]<br />αμφιμήτωρ, [[αδελφός]] από [[άλλη]] [[μητέρα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτρα]]<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τη [[μήτρα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτηρ]]<br />αμφιμήτωρ, [[αδελφός]] από [[άλλη]] [[μητέρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφιμήτριον, (μήτρα)
A round the womb, concerning the womb, σημεῖον Hp.Epid.7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.).
2 ἀμφιμήτρια, τά, ship's bilge, = ἐγκοίλια, Artem.4.30, Poll.1.87.
II (μήτηρ) by different mother, Lyc.19.
Spanish (DGE)
-ον
1 relativo a la matriz σημεῖον Gal.19.78, Hsch.
2 de diferente madre κάσις Lyc.19.
3 mar. subst. sentina Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.
German (Pape)
[Seite 141] 1) = – μήτωρ, Lyc. 19. – 2) um die Gebärmutter, Hippocr. – 3) τὸ ἀμφιμήτριον, nach Poll. 1, 87 Schiffsboden, od. nach Hesych. die Balken neben dem Kiel des Schiffes, s. Artemid. 4, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμήτριος: -ον, (μήτρα) ὁ πέριξ τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον σημεῖον, οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ ἔδαφος τῆς νεῶς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. (μήτηρ) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτρα
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτηρ
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.