Ζηνόφρων: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Zinofron | |Transliteration C=Zinofron | ||
|Beta Code=*zhno/frwn | |Beta Code=*zhno/frwn | ||
|Definition= | |Definition=Ζηνόφρον, gen. ονος, ([[Ζήν]], [[φρήν]]) [[knowing the mind of Zeus]], [[epithet]] of [[Apollo]] as revealing Zeus' will in oracles, ''AP''9.525.7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ζηνόφρων:''' ονος ὁ [[передающий мысли Зевса]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ζηνόφρων:''' -ον ([[Ζήν]], [[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη [[θέληση]] του [[Δία]], επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, [[καθώς]] θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του [[Δία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''Ζηνόφρων:''' -ον ([[Ζήν]], [[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη [[θέληση]] του [[Δία]], επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, [[καθώς]] θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του [[Δία]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, [[φρήν]]<br />[[knowing]] the [[mind]] of [[Zeus]], of [[Apollo]], Anth. | |mdlsjtxt=Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, [[φρήν]]<br />[[knowing]] the [[mind]] of [[Zeus]], of [[Apollo]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
Ζηνόφρον, gen. ονος, (Ζήν, φρήν) knowing the mind of Zeus, epithet of Apollo as revealing Zeus' will in oracles, AP9.525.7.
Russian (Dvoretsky)
Ζηνόφρων: ονος ὁ передающий мысли Зевса (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
Ζηνόφρων: -ον, γεν. ονος, (Ζήν, φρὴν) ὁ γινώσκων τὸ φρόνημα ἢ τὰς βουλὰς τοῦ Διός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς ἀποκαλύπτοντος τὴν βούλησιν τοῦ Διὸς διὰ τῶν χρησμῶν του, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· οὕτω καὶ Ζηνο-δοτήρ, ῆρος, αὐτόθι.
Greek Monotonic
Ζηνόφρων: -ον (Ζήν, φρήν), γεν. -ονος, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη θέληση του Δία, επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, καθώς θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του Δία, σε Ανθ.
Middle Liddell
Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, φρήν
knowing the mind of Zeus, of Apollo, Anth.