ἀναφαίρετος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anafairetos | |Transliteration C=anafairetos | ||
|Beta Code=a)nafai/retos | |Beta Code=a)nafai/retos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀναφαίρετον, [[not to be taken away]], Men.''Mon.''2, D.H.8.74, D. Chr.31.22; χάρις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''273.15 (i A.D.); ὠφέλεια Just.''Nov.''68''Pr.''; [[inseparable]], opp. [[accidental]], Stoic.2.214 (? Diog.Bab.); [[not diminished by subtraction]], Theol.Ar.30. Adv. [[ἀναφαιρέτως]] ''PFlor.''47a4 (iii A.D.), Just. ''Nov.''2.3''Intr.'' | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[del que nada se ha restado]] del número cuatro, op. [[ἀπρόσθετος]] <i>Theol.Arith</i>.30.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede quitar]], [[irrevocable]] de abstr. ἀρετά Archyt.<i>Fr.Sp</i>.1 (1, p.553), ἀναφαίρετον κτῆμ' ἐστὶ παιδεία βροτοῖς Men.<i>Mon</i>.2, cf. D.H.8.74, τιμή D.Chr.31.22, ταῦτα μόνα ἐμά ἐστι καὶ ἀναφαίρετα Arr.<i>Epict</i>.4.7.14, χάρις <i>POxy</i>.273.15 (I d.C.), <i>PGrenf</i>.2.68.4 (III d.C.), cf. <i>PSI</i> 1126.23 (III d.C.), <i>BGU</i> 1589.6<br /><b class="num">•</b>frec. en pap. e inscripciones de propiedades [[inalienable]] τὰ προϋπάρχοντα <i>SB</i> 4224.12 (I a.C.), <i>PAmh</i>.68.23 (I d.C.), <i>PSI</i> 704.26 (II d.C.), <i>PRyl</i>.155.8, 20 (II d.C.), <i>IG</i> 7.2808a.19 (Hieto III d.C.), Iust.<i>Nou</i>.68 proem.<br /><b class="num">•</b>[[inseparable]] γένος δέ ἐστι πλειόνων καὶ ἀναφαιρέτων ἐννοημάτων σύλληψις Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera inalienable]] de propiedades <i>POxy</i>.713.19 (I a.C.), <i>PFlor</i>.47a.4 (III d.C.), τοῦτον (τὸν κλῆρον) ἀναφαιρέτως ἐχέτω Iust.<i>Nou</i>.2.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. τὸ ἀ. ὂν Procl.<i>Inst</i>.105. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] nicht wegzunehmen, unentreißbar, [[κτῆμα]] Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] nicht wegzunehmen, unentreißbar, [[κτῆμα]] Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναφαίρετος:''' [[неотчуждаемый]], [[неотъемлемый]] ([[κτῆμα]] Men.; [[οὐσία]] Plut., Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφαίρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, «ἀναφαίρετον κτῆμ’ ἐστὶ [[παιδεία]] βροτοῖς» Μενάνδ. Μονόστ. 2, Διον. Ἁλ. 8. 74· - «ἀναφαιρέτων· ἀμετακλήτων, [[μηκέτι]] ἀφαιρουμένων» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀναφαίρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, «ἀναφαίρετον κτῆμ’ ἐστὶ [[παιδεία]] βροτοῖς» Μενάνδ. Μονόστ. 2, Διον. Ἁλ. 8. 74· - «ἀναφαιρέτων· ἀμετακλήτων, [[μηκέτι]] ἀφαιρουμένων» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀναφαίρετος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο [[δικαίωμα]]). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀναφαίρετος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο [[δικαίωμα]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναφαίρετον, not to be taken away, Men.Mon.2, D.H.8.74, D. Chr.31.22; χάρις POxy.273.15 (i A.D.); ὠφέλεια Just.Nov.68Pr.; inseparable, opp. accidental, Stoic.2.214 (? Diog.Bab.); not diminished by subtraction, Theol.Ar.30. Adv. ἀναφαιρέτως PFlor.47a4 (iii A.D.), Just. Nov.2.3Intr.
Spanish (DGE)
-ον
I 1del que nada se ha restado del número cuatro, op. ἀπρόσθετος Theol.Arith.30.
2 que no se puede quitar, irrevocable de abstr. ἀρετά Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.553), ἀναφαίρετον κτῆμ' ἐστὶ παιδεία βροτοῖς Men.Mon.2, cf. D.H.8.74, τιμή D.Chr.31.22, ταῦτα μόνα ἐμά ἐστι καὶ ἀναφαίρετα Arr.Epict.4.7.14, χάρις POxy.273.15 (I d.C.), PGrenf.2.68.4 (III d.C.), cf. PSI 1126.23 (III d.C.), BGU 1589.6
•frec. en pap. e inscripciones de propiedades inalienable τὰ προϋπάρχοντα SB 4224.12 (I a.C.), PAmh.68.23 (I d.C.), PSI 704.26 (II d.C.), PRyl.155.8, 20 (II d.C.), IG 7.2808a.19 (Hieto III d.C.), Iust.Nou.68 proem.
•inseparable γένος δέ ἐστι πλειόνων καὶ ἀναφαιρέτων ἐννοημάτων σύλληψις Diog.Bab.Stoic.3.214.
II adv. -ως de manera inalienable de propiedades POxy.713.19 (I a.C.), PFlor.47a.4 (III d.C.), τοῦτον (τὸν κλῆρον) ἀναφαιρέτως ἐχέτω Iust.Nou.2.3
•de abstr. τὸ ἀ. ὂν Procl.Inst.105.
German (Pape)
[Seite 213] nicht wegzunehmen, unentreißbar, κτῆμα Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφαίρετος: неотчуждаемый, неотъемлемый (κτῆμα Men.; οὐσία Plut., Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφαίρετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, «ἀναφαίρετον κτῆμ’ ἐστὶ παιδεία βροτοῖς» Μενάνδ. Μονόστ. 2, Διον. Ἁλ. 8. 74· - «ἀναφαιρέτων· ἀμετακλήτων, μηκέτι ἀφαιρουμένων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀναφαίρετος, -ον)
εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα).