εικόνα: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[εἰκών]], Μ και εἰκόνα)<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[αναπαράσταση]] αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)<br /><b>2.</b> [[αναπαράσταση]] μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται [[συνέχεια]] στο [[μυαλό]] μου η [[εικόνα]] του ατυχήματος»)<br /><b>3.</b> παραστατική [[περιγραφή]] με λόγο («πιστή [[εικόνα]] της πραγματικότητας»)<br /><b>4.</b> [[σύγκριση]], [[παρομοίωση]] («μιλά με εικόνες»)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] αισθητό που εκφράζει μια [[ιδέα]] («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ Θεοῡ», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναπαράσταση]] άγιων προσώπων, [[εικόνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωτογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]] σε [[κάτοπτρο]]<br /><b>2.</b> [[φάντασμα]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>εἰκόνα</i><br />όπως, με τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ων</i> <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]], από ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» ([[πρβλ]]. [[είκελος]]). Η λ. [[εικών]] [[είναι]] ιων.-αττ. [[τύπος]]<br />στην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής <i>Fεικόνα</i> με <i>F</i>- που δικαιολογεί την [[αναγωγή]] σε ρ. <i>Fεικ</i>-, στη δε ιωνική [[ποίηση]] απαντά τ. αιτιατικής εν. <i>εικώ</i> και πληθ. <i>εικούς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εικονίδιον]], [[εικονίζω]], [[εικόνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>εικονοστάσιον</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>εικονολογώ</i>, <i>εικονόμορφος</i>, <i>εικονοφόρος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εικονοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εικονογλύφος</i>, [[εικονοθραύστης]], <i>εικονοκαύστης</i>, [[εικονοκλάστης]], <i>εικονομανία</i>, <i>εικονοπερίγραπτος</i>, <i>εικονοτύπος</i>, <i>εικονούργημα</i>, <i>εικονουργία</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εικονόδουλος]], <i>εικονοειδής</i>, [[εικονολάτρης]], [[εικονολατρία]], [[εικονομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εικονογόνον</i>, [[εικονογράφος]], [[εικονολήπτης]], [[εικονολογία]], <i>εικονόμετρο</i>, [[εικονόφιλος]]].
|mltxt=η (AM [[εἰκών]], Μ και εἰκόνα)<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[αναπαράσταση]] αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)<br /><b>2.</b> [[αναπαράσταση]] μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται [[συνέχεια]] στο [[μυαλό]] μου η [[εικόνα]] του ατυχήματος»)<br /><b>3.</b> παραστατική [[περιγραφή]] με λόγο («πιστή [[εικόνα]] της πραγματικότητας»)<br /><b>4.</b> [[σύγκριση]], [[παρομοίωση]] («μιλά με εικόνες»)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] αισθητό που εκφράζει μια [[ιδέα]] («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ Θεοῦ», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναπαράσταση]] άγιων προσώπων, [[εικόνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωτογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]] σε [[κάτοπτρο]]<br /><b>2.</b> [[φάντασμα]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>εἰκόνα</i><br />όπως, με τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ων</i> <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]], από ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» ([[πρβλ]]. [[είκελος]]). Η λ. [[εικών]] [[είναι]] ιων.-αττ. [[τύπος]]<br />στην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής <i>Fεικόνα</i> με <i>F</i>- που δικαιολογεί την [[αναγωγή]] σε ρ. <i>Fεικ</i>-, στη δε ιωνική [[ποίηση]] απαντά τ. αιτιατικής εν. <i>εικώ</i> και πληθ. <i>εικούς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εικονίδιον]], [[εικονίζω]], [[εικόνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>εικονοστάσιον</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>εικονολογώ</i>, <i>εικονόμορφος</i>, <i>εικονοφόρος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εικονοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εικονογλύφος</i>, [[εικονοθραύστης]], <i>εικονοκαύστης</i>, [[εικονοκλάστης]], <i>εικονομανία</i>, <i>εικονοπερίγραπτος</i>, <i>εικονοτύπος</i>, <i>εικονούργημα</i>, <i>εικονουργία</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εικονόδουλος]], <i>εικονοειδής</i>, [[εικονολάτρης]], [[εικονολατρία]], [[εικονομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εικονογόνον</i>, [[εικονογράφος]], [[εικονολήπτης]], [[εικονολογία]], <i>εικονόμετρο</i>, [[εικονόφιλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM εἰκών, Μ και εἰκόνα)
1. ομοίωμα, αναπαράσταση αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)
2. αναπαράσταση μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του ατυχήματος»)
3. παραστατική περιγραφή με λόγο («πιστή εικόνα της πραγματικότητας»)
4. σύγκριση, παρομοίωση («μιλά με εικόνες»)
5. καθετί αισθητό που εκφράζει μια ιδέα («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ Θεοῦ», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αναπαράσταση άγιων προσώπων, εικόνισμα
νεοελλ.
φωτογραφία
αρχ.
1. είδωλο σε κάτοπτρο
2. φάντασμα
3. (η αιτ. ως επίρρ.) εἰκόνα
όπως, με τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ων < έοικα, από ΙΕ ρ. weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. είκελος). Η λ. εικών είναι ιων.-αττ. τύπος
στην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής Fεικόνα με F- που δικαιολογεί την αναγωγή σε ρ. Fεικ-, στη δε ιωνική ποίηση απαντά τ. αιτιατικής εν. εικώ και πληθ. εικούς.
ΠΑΡ. εικονίδιον, εικονίζω, εικόνιον.
ΣΥΝΘ. εικονοστάσιον
αρχ.
εικονολογώ, εικονόμορφος, εικονοφόρος
αρχ.-μσν.
εικονοποιός
μσν.
εικονογλύφος, εικονοθραύστης, εικονοκαύστης, εικονοκλάστης, εικονομανία, εικονοπερίγραπτος, εικονοτύπος, εικονούργημα, εικονουργία
μσν.- νεοελλ.
εικονόδουλος, εικονοειδής, εικονολάτρης, εικονολατρία, εικονομάχος
νεοελλ.
εικονογόνον, εικονογράφος, εικονολήπτης, εικονολογία, εικονόμετρο, εικονόφιλος].