Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιζάφελος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> ([[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)].
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> ([[πρβλ]]. [[ζαχρηής]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζαχρηής)].