Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εύκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων (Α [[εὔκερως]], -ων και ασυναίρ. [[εὐκέραος]], -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εύκερως]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραία κέρατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκεράως</i> (Α)<br />με ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=-ων (Α [[εὔκερως]], -ων και ασυναίρ. [[εὐκέραος]], -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εύκερως]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραία κέρατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκεράως</i> (Α)<br />με ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), [[πρβλ]]. [[άκερως]], [[μονόκερως]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. άκερως, μονόκερως].