ηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και ἀγέτης, θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του <i>ηγέ</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ούμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>ευεργέ</i>-<i>της</i>, <i>καταθέ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=[[ηγέτης]], ο, θηλ. [[ηγέτις]] και [[ηγέτιδα]] (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και [[ἀγέτης]], θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του [[ἡγέομαι|ηγέομαι]], [[ηγούμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[ευεργέτης]], [[καταθέτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:16, 2 August 2022

Greek Monolingual

ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].