ηλιοφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιοφεγγής]], δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. <i>αστερο</i>-<i>φεγγής</i>, <i>νυκτερο</i>-<i>φεγγής</i>].
|mltxt=[[ἡλιοφεγγής]], δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. [[αστεροφεγγής]], [[νυκτεροφεγγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστεροφεγγής, νυκτεροφεγγής].