ιστιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῡς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>κανη</i>-[[φόρος]], <i>υδρο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῦς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[κανηφόρος]], [[υδροφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 29 September 2022

Greek Monolingual

-ο
(ΑΜ ἱστιοφόρος, -ον)
αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί ιστία, πανιά (α. «ἱστιοφόρος ναῦς» β. «ιστιοφόρος ναυτιλία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ιστιοφόρο(ν)
πλοίο με πανιά, πλοίο που κινείται με ιστία, καράβι, καΐκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανηφόρος, υδροφόρος.