κιχόριο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>πόδ</i>-<i>ιον</i>].
|mltxt=ή [[κιχώριο]]<br />το (Α κιχόριον)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] αστερώδη, [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει [[σημαντικά]] από οικονομική [[άποψη]] είδη, όπως [[είναι]] τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) [[αντίδι]] ή [[ραδίκι]] ή [[πικραλίδα]] ή [[πικρομάρουλο]] ή [[πικροράδικο]], β) [[αντίδι]], γ) [[σταμνάγκαθο]] ή [[θαλασσοράδικο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίχορα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[πόδιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ή κιχώριο
το (Α κιχόριον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) αντίδι ή ραδίκι ή πικραλίδα ή πικρομάρουλο ή πικροράδικο, β) αντίδι, γ) σταμνάγκαθο ή θαλασσοράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίχορα + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, πόδιον].