κομπολόγος: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κομπολόγος]], -ον (Α)<br />[[κομπορρήμων]], [[καυχησιολόγος]], [[κομπαστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπολόγως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. <i>ηθο</i>-[[λόγος]], <i>υμνο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=[[κομπολόγος]], -ον (Α)<br />[[κομπορρήμων]], [[καυχησιολόγος]], [[κομπαστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομπολόγως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[ηθολόγος]], [[υμνολόγος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

κομπολόγος, -ον (Α)
κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής.
επίρρ...
κομπολόγως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθολόγος, υμνολόγος.