κρεάτειος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />[[κρεάτινος]], αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>αέτ</i>-<i>ειος</i>, <i>λεόντ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=-ο<br />[[κρεάτινος]], αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[αέτειος]], [[λεόντειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:42, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
κρεάτινος, αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, -ατος + επίθημα -ειος (πρβλ. αέτειος, λεόντειος)].