κρύβηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kryvilos
|Transliteration C=kryvilos
|Beta Code=kru/bhlos
|Beta Code=kru/bhlos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hidden]], Hsch.:—also κρυβ-ήτης, ου, ὁ, [[one hidden in the earth]], and κρυβ-ήσια, τά, = [[νεκύσια]], Id.</span>
|Definition=κρύβηλον, [[hidden]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also κρυβ-ήτης, ου, ὁ, [[one hidden in the earth]], and κρυβ-ήσια, τά, = [[νεκύσια]], Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρύβηλος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κρυμμένος, [[κρυπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυβ</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] του θ. <i>κρυπτ</i>- του [[κρύπτω]], αναλογική [[προς]] το επίρρ. [[κρύβδην]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλος</i> ([[πρβλ]]. <i>κίβδ</i>-<i>ηλος</i>, <i>κορύμβ</i>-<i>ηλος</i>)].
|mltxt=[[κρύβηλος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> κρυμμένος, [[κρυπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρυβ</i>-, [[άλλη]] [[μορφή]] του θ. <i>κρυπτ</i>- του [[κρύπτω]], αναλογική [[προς]] το επίρρ. [[κρύβδην]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλος</i> ([[πρβλ]]. [[κίβδηλος]], [[κορύμβηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύβηλος Medium diacritics: κρύβηλος Low diacritics: κρύβηλος Capitals: ΚΡΥΒΗΛΟΣ
Transliteration A: krýbēlos Transliteration B: krybēlos Transliteration C: kryvilos Beta Code: kru/bhlos

English (LSJ)

κρύβηλον, hidden, Hsch.:—also κρυβ-ήτης, ου, ὁ, one hidden in the earth, and κρυβ-ήσια, τά, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρύβηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ηλος (πρβλ. κίβδηλος, κορύμβηλος)].