λεπτόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptoprymnos
|Transliteration C=leptoprymnos
|Beta Code=lepto/prumnos
|Beta Code=lepto/prumnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with slender stern]], ναῦς <span class="bibl">B.16.119</span>.</span>
|Definition=λεπτόπρυμνον, [[with slender stern]], ναῦς B.16.119.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει λεπτή, κομψή [[πρύμνη]] («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>πρυμνος</i>, [[ταχύ]]-<i>πρυμνος</i>].
|mltxt=[[λεπτόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει λεπτή, κομψή [[πρύμνη]] («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. [[εύπρυμνος]], [[ταχύ]]-<i>πρυμνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπρυμνος Medium diacritics: λεπτόπρυμνος Low diacritics: λεπτόπρυμνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: leptóprymnos Transliteration B: leptoprymnos Transliteration C: leptoprymnos Beta Code: lepto/prumnos

English (LSJ)

λεπτόπρυμνον, with slender stern, ναῦς B.16.119.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπρυμνος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λεπτόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύπρυμνος, ταχύ-πρυμνος].