ἑτεροσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroschimon
|Transliteration C=eteroschimon
|Beta Code=e(terosxh/mwn
|Beta Code=e(terosxh/mwn
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of varying shape]], φύλλα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.1</span>; [[altered in shape]], [[distorted]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>51</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Vett.Val.333.20</span>:— later ἑτερό-σχημος, ον, [[irregular]], διαλείμματα Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.20.15</span>.</span>
|Definition=ἑτεροσχήμον, [[of varying shape]], φύλλα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.10.1; [[altered in shape]], [[distorted]], Luc.''Hist.Conscr.''51. Adv. [[ἑτεροσχημόνως]] Vett.Val.333.20:—later ἑτερό-σχημος, ον, [[irregular]], διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτεροσχήμων''': ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον [[σχῆμα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de figure <i>ou</i> d’aspect différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[σχῆμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />de figure <i>ou</i> d'aspect différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[σχῆμα]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|ptext=ον, <i>von [[anderer]] [[Gestalt]]</i>, Theophr.; Luc. <i>hist.conscr</i>. 51.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτεροσχήμων''': ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον [[σχῆμα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχήμων Medium diacritics: ἑτεροσχήμων Low diacritics: ετεροσχήμων Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: heteroschḗmōn Transliteration B: heteroschēmōn Transliteration C: eteroschimon Beta Code: e(terosxh/mwn

English (LSJ)

ἑτεροσχήμον, of varying shape, φύλλα Thphr. HP 1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. ἑτεροσχημόνως Vett.Val.333.20:—later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d'aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.

German (Pape)

ον, von anderer Gestalt, Theophr.; Luc. hist.conscr. 51.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].