ἰσορρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isorrepis
|Transliteration C=isorrepis
|Beta Code=i)sorreph/s
|Beta Code=i)sorreph/s
|Definition=ές,= [[ἰσόρροπος]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>646</span>, Poet.<span class="title">de Herb.</span>98.
|Definition=ἰσορρεπές, = [[ἰσόρροπος]], Nic.''Th.''646, Poet.''de Herb.''98.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>ρρεπής</i>].
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. [[ετερορρεπής]], [[οξυρρεπής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[ἰσόρροπος]], Nic. <i>Th</i>. 646 und a. sp.D.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορρεπής Medium diacritics: ἰσορρεπής Low diacritics: ισορρεπής Capitals: ΙΣΟΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: isorrepḗs Transliteration B: isorrepēs Transliteration C: isorrepis Beta Code: i)sorreph/s

English (LSJ)

ἰσορρεπές, = ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.

Greek Monolingual

ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερορρεπής, οξυρρεπής].

German (Pape)

ές, = ἰσόρροπος, Nic. Th. 646 und a. sp.D.