εὐαλθής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evalthis | |Transliteration C=evalthis | ||
|Beta Code=eu)alqh/s | |Beta Code=eu)alqh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐαλθές, ([[ἀλθαίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[easily healed]], Hp.''Art.''39: Comp., ib.68: Sup., Antyll. ap. Orib.45.16.4.<br><span class="bld">II</span> Act., [[healing]], Nic.''Al.''326,622. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. [[δυσαλθής]], [[ωμαλθής]]]. | |mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. [[δυσαλθής]], [[ωμαλθής]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[leicht]] zu [[heilen]]</i>, Hippocr. und Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐαλθές, (ἀλθαίνω)
A easily healed, Hp.Art.39: Comp., ib.68: Sup., Antyll. ap. Orib.45.16.4.
II Act., healing, Nic.Al.326,622.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαλθής: -ές, (ἄλθω) εὐκόλως θεραπευόμενος, εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804· συγκρ., αὐτόθι 831. ΙΙ. ἐνεργ., θεραπεύων, ἰώμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 326.
Greek Monolingual
εὐαλθής, -ές (Α)
1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος
2. αυτός που θεραπεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].