ημιδεής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιδεής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το ήμισυ [[γεμάτος]], [[ελλιπής]], [[μισογεμάτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἡμιδεοῡς» — [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> ([[αντί]] του [[ημιδαής]]) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> ή αμάρτυρο [[δέος]] «[[έλλειψη]]»), [[πρβλ]]. [[ενδεής]], [[καταδεής]]].
|mltxt=[[ἡμιδεής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το ήμισυ [[γεμάτος]], [[ελλιπής]], [[μισογεμάτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἡμιδεοῦς» — [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> ([[αντί]] του [[ημιδαής]]) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> ή αμάρτυρο [[δέος]] «[[έλλειψη]]»), [[πρβλ]]. [[ενδεής]], [[καταδεής]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῦς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. ενδεής, καταδεής].