κάρθρα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karthra | |Transliteration C=karthra | ||
|Beta Code=ka/rqra | |Beta Code=ka/rqra | ||
|Definition=τά, | |Definition=τά, [[wages for clipping]] or [[shearing]], Edict.Diocl.7.20; cf. [[κάρτρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 00:10, 24 August 2022
English (LSJ)
τά, wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek (Liddell-Scott)
κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
Greek Monolingual
κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βάθρον, έλκηθρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].