καρπωτός: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karpotos | |Transliteration C=karpotos | ||
|Beta Code=karpwto/s | |Beta Code=karpwto/s | ||
|Definition= | |Definition=καρπωτόν, ([[καρπός]] B) [[reaching to the wrist]], <b class="b3">κ. Χιτών</b> a coat [[with sleeves down to the wrist]], [[LXX]] ''2 Ki.''13.18, 19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
καρπωτόν, (καρπός B) reaching to the wrist, κ. Χιτών a coat with sleeves down to the wrist, LXX 2 Ki.13.18, 19.
German (Pape)
[Seite 1329] bis an die Vorderhand reichend, χιτών, ein Unterkleid mit langen Aermeln, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
καρπωτός: -όν, (καρπὸς Β)·―ὁ μέχρι τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. χιτών, ἔχων χειρῖδας μέχρι τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. χειριδωτός.
Greek Monolingual
καρπωτός, -όν (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό του χεριού («χιτὼν καρπωτός» — χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό του χεριού, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, δικτυωτός)].