κανθηλικός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanthilikos
|Transliteration C=kanthilikos
|Beta Code=kanqhliko/s
|Beta Code=kanqhliko/s
|Definition=ή, όν, [[belonging to a pack saddle]], [[σαγή]] prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).
|Definition=κανθηλική, κανθηλικόν, [[belonging to a pack saddle]], [[σαγή]] prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου].
|mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθηλικός Medium diacritics: κανθηλικός Low diacritics: κανθηλικός Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kanthēlikós Transliteration B: kanthēlikos Transliteration C: kanthilikos Beta Code: kanqhliko/s

English (LSJ)

κανθηλική, κανθηλικόν, belonging to a pack saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].