εὐγέωργος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγέωργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευγεώργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη [[διδασκαλία]] («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=[[εὐγέωργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευγεώργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη [[διδασκαλία]] («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
{{pape
|ptext=<i>gut zu [[bebauen]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγέωργος Medium diacritics: εὐγέωργος Low diacritics: ευγέωργος Capitals: ΕΥΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: eugéōrgos Transliteration B: eugeōrgos Transliteration C: evgeorgos Beta Code: eu)ge/wrgos

English (LSJ)

ον, = εὐγεώργητος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).

German (Pape)

gut zu bebauen, Sp.