Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουδαμού: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α οὐδαμοῦ)<br /><b>επίρρ.</b> σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]] («οὐδαμοῦ γῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατ' ουδένα τρόπο, [[ουδαμώς]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδαμοῦ [[λέγω]] τινά» — [[θεωρώ]] κάποιον ως μηδαμινό<br />β) «οὐδαμοῦ [[νομίζω]]» — δεν [[παραδέχομαι]] [[καθόλου]]<br />γ) «οὐδαμοῦ εἰμι» ή «οὐδαμοῦ [[φαίνομαι]]» — δεν λαμβάνομαι [[καθόλου]] υπ' όψιν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδαμ</i>-<i>ού</i>)].
|mltxt=(Α οὐδαμοῦ)<br /><b>επίρρ.</b> σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]] («οὐδαμοῦ γῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατ' ουδένα τρόπο, [[ουδαμώς]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδαμοῦ [[λέγω]] τινά» — [[θεωρώ]] κάποιον ως μηδαμινό<br />β) «οὐδαμοῦ [[νομίζω]]» — δεν [[παραδέχομαι]] [[καθόλου]]<br />γ) «οὐδαμοῦ εἰμι» ή «οὐδαμοῦ [[φαίνομαι]]» — δεν λαμβάνομαι [[καθόλου]] υπ' όψιν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> ([[πρβλ]]. [[μηδαμού]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

(Α οὐδαμοῦ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῦ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῦ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῦ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῦ εἰμι» ή «οὐδαμοῦ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].