ἐμορφιά: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ευμορφιά]] και [[ὀμορφιά]], η (ΑΜ [[εὐμορφία]], Μ και [[ἐμορφιά]] καὶ [[ὀμορφιά]]) [[εύμορφος]]<br /><b>1.</b> η [[ωραιότητα]], το [[κάλλος]] (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», <b>Ευρ.</b><br />β. «στείλε μου [[πάλε]] να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)<br /><b>2.</b> και μτφ. για την [[αρετή]] («[[εὐμορφία]] τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[στολίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου<br />β) «χολῆς λοβοῦ τε... [[εὐμορφία]]» — η απαιτούμενη για ευοίωνη [[θυσία]] [[συμμετρία]] στα [[σπλάγχνα]] του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.
|mltxt=και [[ευμορφιά]] και [[ὀμορφιά]], η (ΑΜ [[εὐμορφία]], Μ και [[ἐμορφιά]] καὶ [[ὀμορφιά]]) [[εύμορφος]]<br /><b>1.</b> η [[ωραιότητα]], το [[κάλλος]] (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», <b>Ευρ.</b><br />β. «στείλε μου [[πάλε]] να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)<br /><b>2.</b> και μτφ. για την [[αρετή]] («[[εὐμορφία]] τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[στολίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου<br />β) «χολῆς λοβοῦ τε... [[εὐμορφία]]» — η απαιτούμενη για ευοίωνη [[θυσία]] [[συμμετρία]] στα [[σπλάγχνα]] του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.
}}
}}

Latest revision as of 16:19, 29 September 2022

Greek Monolingual

και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) εύμορφος
1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», Ευρ.
β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)
2. και μτφ. για την αρετήεὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)
μσν.
μτφ. στολίδι
αρχ.
φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου
β) «χολῆς λοβοῦ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.