λακτιστής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laktistis
|Transliteration C=laktistis
|Beta Code=laktisth/s
|Beta Code=laktisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one]] who kick]]s or [[trample]]s, <b class="b3">ἵπποι λακτισταί</b> [[kicking]] [[horse]]s, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.3.4</span>; of a man, Plu.2.10c; <b class="b3">ληνοῦ λακτιστής</b> [[treader]] of the [[winepress]], <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.).</span>
|Definition=λακτιστοῦ, ὁ, [[one]] who kick]]s or [[trample]]s, <b class="b3">ἵπποι λακτισταί</b> [[kicking]] [[horse]]s, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.3.4; of a man, Plu.2.10c; <b class="b3">ληνοῦ λακτιστής</b> [[treader]] of the [[winepress]], ''AP''9.403 (Maec.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui rue]].<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λακτιστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1</b> [[брыкающийся]], [[брыкливый]] (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[выдавливающий]] (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λακτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.
|lstext='''λακτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rue.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λακτιστής:''' -οῦ, ὁ, [[κάποιος]] που κτυπά, <i>ἵπποι λακτισταί</i>, που κλωτσούν, σε Ξεν.· <i>λακτιστὴς ληνοῦ</i>, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λακτιστής:''' -οῦ, ὁ, [[κάποιος]] που κτυπά, <i>ἵπποι λακτισταί</i>, που κλωτσούν, σε Ξεν.· <i>λακτιστὴς ληνοῦ</i>, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο [[πατητήρι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λακτιστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[брыкающийся]], [[брыкливый]] (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> выдавливающий (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακτιστής Medium diacritics: λακτιστής Low diacritics: λακτιστής Capitals: ΛΑΚΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: laktistḗs Transliteration B: laktistēs Transliteration C: laktistis Beta Code: laktisth/s

English (LSJ)

λακτιστοῦ, ὁ, one who kick]]s or tramples, ἵπποι λακτισταί kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λακτιστής treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rue.
Étymologie: λακτίζω.

Russian (Dvoretsky)

λακτιστής: οῦ adj. m
1 брыкающийся, брыкливый (ἵπποι Xen.);
2 выдавливающий (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик.

Greek (Liddell-Scott)

λακτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.

Greek Monolingual

ο (Α λακτιστής) λακτίζω
(για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης
αρχ.
φρ. «ληνοῦ λακτιστής» — αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι.

Greek Monotonic

λακτιστής: -οῦ, ὁ, κάποιος που κτυπά, ἵπποι λακτισταί, που κλωτσούν, σε Ξεν.· λακτιστὴς ληνοῦ, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι, σε Ανθ.