ἀκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataliktos
|Transliteration C=akataliktos
|Beta Code=a)kata/lhktos
|Beta Code=a)kata/lhktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[incessant]], γένεσις <span class="bibl">Ocell.4.2</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.17.3</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.873</span> S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. <span class="bibl">Orib. 10.7.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[acatalectic]], in prosody, <span class="bibl">Heph.4</span>, Aristid. Quint.1.23.</span>
|Definition=ἀκατάληκτον,<br><span class="bld">A</span> [[incessant]], γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.''Epict.''1.17.3, Procl.''in Prm.''p.873 S., etc. Adv. [[ἀκαταλήκτως]] Agathin. ap. Orib. 10.7.26.<br><span class="bld">II</span> [[acatalectic]], in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num">•</b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui ne cesse pas]];<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n'est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num"></b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27.
|ptext=<i>ohne Ende</i>, Ocell. <i>Luc</i>. 4, [[neben]] [[συνεχής]]; – μέτρα ἀκ., <i>wo der [[letzte]] [[Versfuß]] [[vollständig]] ist</i>, Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάληκτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не имеющий конца]] Diog. L.;<br /><b class="num">2</b> стих. [[неусеченный]], [[акаталектический]] ([[μέτρον]]).
}}
{{ls
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάληκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий конца]] Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> стих. неусеченный, акаталектический ([[μέτρον]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληκτος Medium diacritics: ἀκατάληκτος Low diacritics: ακατάληκτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: akatálēktos Transliteration B: akatalēktos Transliteration C: akataliktos Beta Code: a)kata/lhktos

English (LSJ)

ἀκατάληκτον,
A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. ἀκαταλήκτως Agathin. ap. Orib. 10.7.26.
II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n'est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: , καταλήγω.

German (Pape)

ohne Ende, Ocell. Luc. 4, neben συνεχής; – μέτρα ἀκ., wo der letzte Versfuß vollständig ist, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάληκτος:
1 не имеющий конца Diog. L.;
2 стих. неусеченный, акаталектический (μέτρον).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].