ἀπερικάλυπτος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperikalyptos | |Transliteration C=aperikalyptos | ||
|Beta Code=a)perika/luptos | |Beta Code=a)perika/luptos | ||
|Definition=[κᾰ], ον, | |Definition=[κᾰ], ον, [[uncovered]], [[exposed]], in Adv. [[ἀπερικαλύπτως]] = [[undisguisedly]], Hld.8.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desvelado]], [[inocultable]] (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.329B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[abiertamente]] ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.144D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπερικάλυπτος:''' [[незакрытый]], [[открытый]] ([[τόπος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, [[διότι]] ἐνδιατρίβει ὁ [[ἥλιος]] ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5. | |lstext='''ἀπερικάλυπτος''': -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, [[διότι]] ἐνδιατρίβει ὁ [[ἥλιος]] ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερικάλυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί [[γύρο]] [[γύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φανερός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπερικάλυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί [[γύρο]] [[γύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φανερός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
[κᾰ], ον, uncovered, exposed, in Adv. ἀπερικαλύπτως = undisguisedly, Hld.8.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvelado, inocultable (πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσιν Dion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζον Dion.Ar.CH M.3.144D.
German (Pape)
[Seite 287] unverhüllt, unumwunden, Hel. 8, 5 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερικάλυπτος: незакрытый, открытый (τόπος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ περικεκαλυμμένος, ἐκτεθειμένος, διότι ἐνδιατρίβει ὁ ἥλιος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῷ ἀπερικαλύπτῳ Ἀριστ. π. Φυτῶν 2. 2, 18. ― Ἐπίρρ. -τως, φανερῶς, οὐχὶ ἐν κρυπτῷ, Ἡλιόδ. 8. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπερικάλυπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο
αρχ.
φανερός.