ἐμφανιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfanistikos
|Transliteration C=emfanistikos
|Beta Code=e)mfanistiko/s
|Beta Code=e)mfanistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[declaratory]], λόγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414e</span>; [[expressive]], Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>350</span>; <b class="b3">τὸ -κὸν αὐτόθεν ἔχειν</b>, of names which carry their own [[meaning]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> v. [[ἐμφανίσιμα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">-κόν, τό</b>, [[deposit paid on laying an information]], PMasp.89.5 (vi A.D.).</span>
|Definition=ἐμφανιστική, ἐμφανιστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[declaratory]], λόγος Pl.''Def.''414e; [[expressive]], Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.''PE''3.11, Dam.''Pr.''350; <b class="b3">τὸ ἐμφανιστικὸν αὐτόθεν ἔχειν</b>, of names which carry their own [[meaning]], Ptol.''Tetr.''34.<br><span class="bld">II</span> v. [[ἐμφανίσιμα]].<br><span class="bld">2</span> [[ἐμφανιστικόν]], τό, [[deposit paid on laying an information]], PMasp.89.5 (vi A.D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[demostrativo]] λόγος Pl.<i>Def</i>.414e.<br /><b class="num">2</b> [[significativo]], [[indicativo]] ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.<i>Fr</i>.359.33, cf. Dam.<i>in Prm</i>.350 (p.143), S.E.<i>M</i>.1.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[el significado]] τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.<i>Tetr</i>.1.13.5.<br /><b class="num">II</b> admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά [[tasa por la presentación de una notificación de denuncia]], <i>PMasp</i>.32.42 (VI d.C.), Iust.<i>Nou</i>.56 (tít.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' [[показывающий]], [[доказывающий]] (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμφᾰνιστικός''': -ή, -όν, [[ἐνδεικτικός]], [[δηλωτικός]], [[λόγος]] ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· [[ἐκφραστικός]], Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.
|lstext='''ἐμφᾰνιστικός''': -ή, -όν, [[ἐνδεικτικός]], [[δηλωτικός]], [[λόγος]] ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· [[ἐκφραστικός]], Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[demostrativo]] λόγος Pl.<i>Def</i>.414e.<br /><b class="num">2</b> [[significativo]], [[indicativo]] ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.<i>Fr</i>.359.33, cf. Dam.<i>in Prm</i>.350 (p.143), S.E.<i>M</i>.1.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[el significado]] τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.<i>Tetr</i>.1.13.5.<br /><b class="num">II</b> admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά [[tasa por la presentación de una notificación de denuncia]], <i>PMasp</i>.32.42 (VI d.C.), Iust.<i>Nou</i>.56 (tít.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' [[показывающий]], [[доказывающий]] (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστικός Medium diacritics: ἐμφανιστικός Low diacritics: εμφανιστικός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphanistikós Transliteration B: emphanistikos Transliteration C: emfanistikos Beta Code: e)mfanistiko/s

English (LSJ)

ἐμφανιστική, ἐμφανιστικόν,
A declaratory, λόγος Pl.Def.414e; expressive, Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.350; τὸ ἐμφανιστικὸν αὐτόθεν ἔχειν, of names which carry their own meaning, Ptol.Tetr.34.
II v. ἐμφανίσιμα.
2 ἐμφανιστικόν, τό, deposit paid on laying an information, PMasp.89.5 (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1demostrativo λόγος Pl.Def.414e.
2 significativo, indicativo ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.Fr.359.33, cf. Dam.in Prm.350 (p.143), S.E.M.1.105
subst. τὸ ἐ. el significado τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.Tetr.1.13.5.
II admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά tasa por la presentación de una notificación de denuncia, PMasp.32.42 (VI d.C.), Iust.Nou.56 (tít.).

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνιστικός: показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστικός: -ή, -όν, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, λόγος ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· ἐκφραστικός, Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφανιστικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. δηλωτικός, βεβαιωτικός
2. εκφραστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν
α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία
β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ἐμφανιστικά
εμφανίσιμα.