μορφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=morfoeidis
|Transliteration C=morfoeidis
|Beta Code=morfoeidh/s
|Beta Code=morfoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the nature of shape]], σχηματισμός <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span> 2.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[like the]] human [[form]], Plu.2.335d; <b class="b3">μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες</b> ib.735a.</span>
|Definition=μορφοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[of the nature of shape]], σχηματισμός Epicur.''Nat.'' 2.8.<br><span class="bld">II</span> [[like the]] human [[form]], Plu.2.335d; <b class="b3">μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες</b> ib.735a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορφοειδής:''' [[имеющий]] (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφοειδής''': -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], Πλούτ. 2. 335D, 733A.
|lstext='''μορφοειδής''': -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], Πλούτ. 2. 335D, 733A.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φύση]], η [[διάθεση]], η [[ιδιότητα]] εκφράζεται με τη [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> όμοιος με την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=[[μορφοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φύση]], η [[διάθεση]], η [[ιδιότητα]] εκφράζεται με τη [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> όμοιος με την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μορφοειδής:''' [[имеющий]] (определенную) форму ([[μέλη]] καὶ ἄρθρα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοειδής Medium diacritics: μορφοειδής Low diacritics: μορφοειδής Capitals: ΜΟΡΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: morphoeidḗs Transliteration B: morphoeidēs Transliteration C: morfoeidis Beta Code: morfoeidh/s

English (LSJ)

μορφοειδές,
A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8.
II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.

German (Pape)

[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

μορφοειδής: имеющий (определенную) форму (μέλη καὶ ἄρθρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.

Greek Monolingual

μορφοειδής, -ές (Α)
1. αυτός του οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα
3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής].