φιλόθυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filothytos
|Transliteration C=filothytos
|Beta Code=filo/qutos
|Beta Code=filo/qutos
|Definition=ον<span class="sense"><span class="bld">A</span>, ὄργια φ. [[offered by zealous worshippers]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>179</span> (lyr.).</span>
|Definition=φιλόθυτον<br><span class="bld">A</span>, ὄργια φ. [[offered by zealous worshippers]], A.''Th.''179 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime à offrir des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θύω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui aime à offrir des sacrifices]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει [[συχνά]]<br />2.<br />(για τελετές, εορτές) α) αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται θυσίες<br />β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> [Ι]), <b>πρβλ.</b> <i>βού</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει [[συχνά]]<br />2.<br />(για τελετές, εορτές) α) αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται θυσίες<br />β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> [Ι]), [[πρβλ]]. [[βούθυτος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλόθῠτος:''' [[соединенный с жертвоприношениями]] ([[ὄργια]] Aesch.).
|elrutext='''φιλόθῠτος:''' [[соединенный с жертвоприношениями]] ([[ὄργια]] Aesch.).
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθῠτος Medium diacritics: φιλόθυτος Low diacritics: φιλόθυτος Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: philóthytos Transliteration B: philothytos Transliteration C: filothytos Beta Code: filo/qutos

English (LSJ)

φιλόθυτον
A, ὄργια φ. offered by zealous worshippers, A.Th.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1280] Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à offrir des sacrifices.
Étymologie: φίλος, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βούθυτος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόθῠτος: соединенный с жертвоприношениями (ὄργια Aesch.).