πάνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panoptos
|Transliteration C=panoptos
|Beta Code=pa/noptos
|Beta Code=pa/noptos
|Definition=ον, (ὄψομαι) [[seen of all]], [[fully visible]], Hsch.
|Definition=πάνοπτον, ([[ὄψομαι]]) [[seen of all]], [[fully visible]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φαίνεται από [[παντού]], αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ύπ</i>-<i>οπτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φαίνεται από [[παντού]], αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[ύποπτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνοπτος Medium diacritics: πάνοπτος Low diacritics: πάνοπτος Capitals: ΠΑΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: pánoptos Transliteration B: panoptos Transliteration C: panoptos Beta Code: pa/noptos

English (LSJ)

πάνοπτον, (ὄψομαι) seen of all, fully visible, Hsch.

German (Pape)

[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύποπτος].