ποταμόχωστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potamochostos
|Transliteration C=potamochostos
|Beta Code=potamo/xwstos
|Beta Code=potamo/xwstos
|Definition=ον, [[deposited by a river]], <span class="bibl">Ephor.65</span> ([[e]]) J., <span class="bibl">Str.13.3.4</span>.
|Definition=ποταμόχωστον, [[deposited by a river]], Ephor.65 ([[e]]) J., Str.13.3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[amoncelé par les atterrissements d'un fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[χώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμόχωστος:''' [[нанесенный рекой]], [[являющийся наносом]], [[аллювиальный]] ([[χώρα]] τῆς Αἰγύπτου Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμόχωστος''': -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «[[ποταμόχωστος]]. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».
|lstext='''ποτᾰμόχωστος''': -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «[[ποταμόχωστος]]. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />amoncelé par les atterrissements d'un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ποταμόχωστος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμμό</i>-<i>χωστος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ποταμόχωστος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), [[πρβλ]]. [[αμμόχωστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾰμόχωστος:''' -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.
|lsmtext='''ποτᾰμόχωστος:''' -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμόχωστος:''' [[нанесенный рекой]], [[являющийся наносом]], [[аллювиальный]] ([[χώρα]] τῆς Αἰγύπτου Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποτᾰμό-χωστος, ον,<br />deposited by a [[river]], Strab.
|mdlsjtxt=ποτᾰμό-χωστος, ον,<br />deposited by a [[river]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόχωστος Medium diacritics: ποταμόχωστος Low diacritics: ποταμόχωστος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: potamóchōstos Transliteration B: potamochōstos Transliteration C: potamochostos Beta Code: potamo/xwstos

English (LSJ)

ποταμόχωστον, deposited by a river, Ephor.65 (e) J., Str.13.3.4.

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amoncelé par les atterrissements d'un fleuve.
Étymologie: ποταμός, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμόχωστος: нанесенный рекой, являющийся наносом, аллювиальный (χώρα τῆς Αἰγύπτου Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόχωστος: -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «ποταμόχωστος. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».

Greek Monolingual

-η, -ο / ποταμόχωστος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμόχωστος].

Greek Monotonic

ποτᾰμόχωστος: -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποτᾰμό-χωστος, ον,
deposited by a river, Strab.