συνομήθης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synomithis
|Transliteration C=synomithis
|Beta Code=sunomh/qhs
|Beta Code=sunomh/qhs
|Definition=ες, = [[συνήθης]], <span class="title">AP</span>6.206 (Antip. Sid.).
|Definition=συνομήθες, = [[συνήθης]], ''AP''6.206 (Antip. Sid.).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνομήθης''': -ες, = [[συνήθης]], συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[συνήθης]], Antip.Sid. 21 (VI.206).
}}
{{elru
|elrutext='''συνομήθης:''' [[сжившийся]], [[свыкшийся]] (ἅλικες Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 25:
|lsmtext='''συνομήθης:''' -ες, = [[συνήθης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''συνομήθης:''' -ες, = [[συνήθης]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνομήθης:''' [[сжившийся]], [[свыкшийся]] (ἅλικες Anth.).
|lstext='''συνομήθης''': -ες, = [[συνήθης]], συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
}}
{{elnl
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.]
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομήθης Medium diacritics: συνομήθης Low diacritics: συνομήθης Capitals: ΣΥΝΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: synomḗthēs Transliteration B: synomēthēs Transliteration C: synomithis Beta Code: sunomh/qhs

English (LSJ)

συνομήθες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.

German (Pape)

ες, = συνήθης, Antip.Sid. 21 (VI.206).

Russian (Dvoretsky)

συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).

Greek Monolingual

-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].

Greek Monotonic

συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.

Middle Liddell

συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]