δευτεροῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=defteroychos
|Transliteration C=defteroychos
|Beta Code=deuterou=xos
|Beta Code=deuterou=xos
|Definition=ον, = [[τὰ δευτερεῖα ἔχων]], Lyc.204.
|Definition=δευτεροῦχον, = [[τὰ δευτερεῖα ἔχων]], Lyc.204.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que está en segundo lugar]] ὅρκων τὸ δευτεροῦχον ἄρσαντες ζυγόν Lyc.204.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δευτεροῦχος''': -ον, τὰ [[δευτερεῖα]] ἔχων, Λυκόφρ. 204.
|lstext='''δευτεροῦχος''': -ον, τὰ [[δευτερεῖα]] ἔχων, Λυκόφρ. 204.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que está en segundo lugar]] ὅρκων τὸ δευτεροῦχον ἄρσαντες ζυγόν Lyc.204.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δευτεροῦχος, -ον (Α)<br />αυτός που κατέχει τη δεύτερη [[θέση]], που κατέχει τα [[δευτερεία]].
|mltxt=δευτεροῦχος, -ον (Α)<br />αυτός που κατέχει τη δεύτερη [[θέση]], που κατέχει τα [[δευτερεία]].
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτεροῦχος Medium diacritics: δευτεροῦχος Low diacritics: δευτερούχος Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΥΧΟΣ
Transliteration A: deuteroûchos Transliteration B: deuterouchos Transliteration C: defteroychos Beta Code: deuterou=xos

English (LSJ)

δευτεροῦχον, = τὰ δευτερεῖα ἔχων, Lyc.204.

Spanish (DGE)

-ον
que está en segundo lugar ὅρκων τὸ δευτεροῦχον ἄρσαντες ζυγόν Lyc.204.

German (Pape)

[Seite 554] den zweiten Platz einnehmend, Lycophr. 203.

Greek (Liddell-Scott)

δευτεροῦχος: -ον, τὰ δευτερεῖα ἔχων, Λυκόφρ. 204.

Greek Monolingual

δευτεροῦχος, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση, που κατέχει τα δευτερεία.