διατιμητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diatimhtiko/s
|Beta Code=diatimhtiko/s
|Definition=gloss on [[δοκιμαστικός]], Suid.
|Definition=gloss on [[δοκιμαστικός]], Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que fija una pena]], [[penal]] νόμος Hippol.<i>Haer</i>.5.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[que prueba]], [[probatorio]] Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] ή, όν, abschätzend, = [[δοκιμαστικός]], Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0607.png Seite 607]] ή, όν, abschätzend, = [[δοκιμαστικός]], Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que fija una pena]], [[penal]] νόμος Hippol.<i>Haer</i>.5.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[que prueba]], [[probatorio]] Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[διατιμητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διατίμηση]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[ένδειξη]] ή υπολογισμό [[τιμής]] πράγματος<br /><b>μσν.</b><br />[[δοκιμαστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[διατιμητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διατίμηση]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[ένδειξη]] ή υπολογισμό [[τιμής]] πράγματος<br /><b>μσν.</b><br />[[δοκιμαστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῑμητικός Medium diacritics: διατιμητικός Low diacritics: διατιμητικός Capitals: ΔΙΑΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatimētikós Transliteration B: diatimētikos Transliteration C: diatimitikos Beta Code: diatimhtiko/s

English (LSJ)

gloss on δοκιμαστικός, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que fija una pena, penal νόμος Hippol.Haer.5.20.3.
2 que prueba, probatorio Sud.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ διατιμητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση
2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος
μσν.
δοκιμαστικός.