δυσχορήγητος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyschorigitos
|Transliteration C=dyschorigitos
|Beta Code=dusxorh/ghtos
|Beta Code=dusxorh/ghtos
|Definition=ον, [[difficult to stage]], Plu.2.712e.
|Definition=δυσχορήγητον, [[difficult to stage]], Plu.2.712e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de representar]] neutr. subst. τὸ δ. [[la dificultad de representar]] διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχορήγητος:''' (из-за больших расходов) трудный для постановки (''[[sc.]]'' δράματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχορήγητος''': -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, [[δύσκολος]] [[ἕνεκα]] τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.
|lstext='''δυσχορήγητος''': -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, [[δύσκολος]] [[ἕνεκα]] τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de representar]] neutr. subst. τὸ δ. [[la dificultad de representar]] διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]].
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχορήγητος:''' (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχορήγητος Medium diacritics: δυσχορήγητος Low diacritics: δυσχορήγητος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dyschorḗgētos Transliteration B: dyschorēgētos Transliteration C: dyschorigitos Beta Code: dusxorh/ghtos

English (LSJ)

δυσχορήγητον, difficult to stage, Plu.2.712e.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.

German (Pape)

[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.

Russian (Dvoretsky)

δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.

Greek Monolingual

δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.